ακτίτης

ακτίτης
I
Αυτός που κατοικεί στην ακτή, στην παραλία. Επίσης, το πεντελικό μάρμαρο ή ο λίθος που προέρχεται από την πειραϊκή ακτή.
(Ορυκτ.) Σκληρός, υπόλευκος ασβεστόλιθος που περιέχει απολιθώματα θαλάσσιων μαλακίων. Βρίσκεται στην Αττική (Ακτή παλαιά, απ’ όπου είναι πιθανό ότι πήρε την ονομασία του) και στην Πελοπόννησο. Λέγεται επίσης κογχίτης ή κογχυλιοπαγής λίθος και χρησιμοποιείται στα οικοδομικά έργα.
II
Γένος πτηνών της οικογένειας των σκολοπακιδών και της τάξης των χαραδριόμορφων. Τα πουλιά αυτά έχουν μικρό μέγεθος (μήκος περίπου 20 εκ.) κοντή ουρά, ψηλά πόδια, μικρό κεφάλι και συγγενεύουν με την μπεκάτσα. Το ράμφος τους είναι συνήθως μακρύτερο από το κεφάλι και το φτέρωμά τους έχει χρώμα λευκόγκριζο. Είναι πουλιά αποδημητικά και ζουν στους βάλτους, τα έλη και κοντά στις λίμνες και τους ποταμούς. Το αρσενικό είναι αυστηρά μονογαμικό και συμμετέχει στην επώαση και την ανατροφή των νεοσσών. Στην Ευρώπη συνηθισμένο πουλί είναι η α. η υπόλευκος, που ζει στις λίμνες και τα ποτάμια των βόρειων χωρών και μεταναστεύει τον χειμώνα νοτιότερα. Έχει χρώμα καστανόγκριζο (λευκό στην κοιλιά) και σκούρες κηλίδες στο στήθος. Είναι πουλί δειλό, φτιάχνει τη φωλιά του σε μια μικρή γούβα στο έδαφος και τη σκεπάζει με ξερά χόρτα. Στην Ελλάδα απαντάται σπάνια και η κοινή του ονομασία είναι μπεκατσόνι. Θηρεύεται για την εύγευστη σάρκα του.
* * *
ἀκτίτης, ο (Α)
1. κάτοικος τής ακτής, τής παραλίας
2. φρ. «ἀκτίτης λίθος» — λίθος από τον Πειραιά ή την Αργολίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτή (Ι)
τόσο ο Πειραιάς όσο και η περιοχή τής Αργολίδας ονομάζονταν γενικότερα ἀκτή, απ’ όπου και η ονομασία τού λίθου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκτίτης — ἀκτί̱της , ἀκτίτης dwelleroncoast masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτῖτ' — ἀκτῖτα , ἀκτίτης dwelleroncoast masc voc sg ἀκτῖτα , ἀκτίτης dwelleroncoast masc nom sg (epic) ἀκτῖται , ἀκτίτης dwelleroncoast masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • ἀκτίτου — ἄκτιτος untilled masc/fem/neut gen sg ἀκτί̱του , ἀκτίτης dwelleroncoast masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”